υδρογράφος

υδρογράφος
ο, η, Ν
επιστήμονας ειδικευμένος στην υδρογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -γράφος*. Η λ. μαρτυρείται στον Πρυτανικό λόγο τού 1865].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδρογράφος — ο αυτός που ασχολείται με την υδρογραφία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • Σάριτσεφ, Γαβριήλ — Ρώσος θαλασσοπόρος, υδρογράφος και ναύαρχος (1763 1831). Υπηρέτησε στο ναυτικό από το 1775. Πήρε μέρος σε επιστημονική αποστολή (1785 1794) και περίγραψε την ακτή της Οχοτσκικής θάλασσας από την Οχότσκα ως την Αλντόμα, πολλά από τα νησιά Αλεούτες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”